ἡπατικῆς

ἡπατικῆς
ἡπατικός
of the liver
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • ηπατογράφημα — το ιστολογική εξέταση ηπατικής ουσίας για τον καθορισμό τής αναλογίας τών διαφόρων κυτταρικών στοιχείων τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατoς + γράφημα < γράφω] …   Dictionary of Greek

  • ηπατονεφρικός — ή, ό ιατρ. φρ. «ηπατονεφρικό σύνδρομο» διαταραχή τής νεφρικής λειτουργίας που είναι επακόλουθη ηπατικής νόσου ή εγχειρήσεως τών χοληφόρων οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatonephric < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + nephric… …   Dictionary of Greek

  • παπαΐνη — η (φαρμ.) μη ειδικό ένζυμο που δρα ως καταλύτης στην υδρόλυση τών πεπτιδικών δεσμών τών περισσότερων πρωτεϊνών, λαμβάνεται με εντομές στους καρπούς τού δέντρου παπάγια τής τροπικής Αμερικής και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία γαστρεντερικών… …   Dictionary of Greek

  • πυλωρικός — ή, ό / πυλωρικός, ή, όν, ΝΑ (για σχηματισμό ή πάθηση) ο σχετικός με τον πυλωρό τού στομάχου νεοελλ. φρ. α) «πυλωρικό άντρο» ανατ. το χαμηλότερο μέρος τού στομάχου β) «πυλωρική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής ηπατικής αρτηρίας γ) «πυλωρική στένωση» ιατρ …   Dictionary of Greek

  • τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …   Dictionary of Greek

  • καρδιογλυκωσίδες — Φάρμακο που παράγεται από τα φύλλα του σαραφάνθου. Χορηγείται για την αντιμετώπιση διαταραχών της καρδιακής συχνότητας ή του ρυθμού, για την καρδιακή ανεπάρκεια –σε συνδυασμό με διουρητικά– και για τις περιπτώσεις αδυναμίας του καρδιακού μυός… …   Dictionary of Greek

  • κιρσοί — Όρος ο οποίος υποδηλώνει τη μόνιμη διάταση, εξοίδηση, επιμήκυνση και περιέλιξη των φλεβών. Πρόκειται για εκφυλιστική βλάβη των φλεβών. Αίτια δημιουργίας των κ. είναι η συγγενής έλλειψη ή ανεπάρκεια των βαλβίδων των φλεβών, οι οποίες φυσιολογικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”